Πληροφορίες

"Μη δεν έλεγε ο Γκράμσι οτι όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, μη δε μπορούμε να πούμε οτι όλοι οι άνθρωποι κατά κάποιο τρόπο κάνουν ιστορία" Α. Ελεφάντης

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΙΑ ΑΙΜΑ: ΤΟ ΑΒΑΣΤΑΧΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ




ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΙΑ ΑΙΜΑ: ΤΟ ΑΒΑΣΤΑΧΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ



Άννα Βιδάλη*
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Με αφορμή την ανάλυση της αφήγησης μιας γυναίκας του χωριού Κ. γύρω από τα βίαια και τρομαχτικά γεγονότα της Αντίστασης και του Εμφύλιου, καταγράφω ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας. Υποστηρίζω ότι οι ψυχαναλυτικές έννοιες της «μνήμης» και του «τραύματος» μπορούν να βοηθήσουν στην κατασκευή μιας μεθοδολογίας της οποίας οι επιστημολογικές και οντολογικές παραδοχές δεν θα είναι αναγκαστικά ουσιοκρατικές. Η ανάλυση, δηλαδή, θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τη φαινομενολογική ερμηνεία σε μια αποδόμηση του λόγου των γυναικών. Ως αποτέλεσμα η αφήγηση, η οποία παράγεται στον μεταξύ αφηγητή και ακροατή χώρο τόσο σε συνειδητό όσο και σε μη-συνειδητό επίπεδο, παύει να έχει την αξία αναπαράστασης ενός αυθεντικού γεγονότος.
* Παιδαγωγός. Λέκτωρ στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θα αναλύσω εδώ το λόγο μιας ομάδας γυναικών που μου αφηγούνται την εμπειρία τους από την περίοδο της Aντίστασης και του Eμφύλιου, όταν δεξιοί τρομoκράτες επιτέθηκαν στον άμαχο πληθυσμό του χωριού K. και απείλησαν να τους αφανίσουν.1 Τη πρώτη ύλη για την ανάλυση προσφέρει η γλώσσα: οι λέξεις που επιλέγει να χρησιμοποιήσει η αφήγηση, η πολυσημία τους, τα σχήματα λόγου και άλλα. Το εργαλείο για την ανάλυση της αφήγησης παρέχει η ψυχαναλυτική θεωρία και ιδιαίτερα οι έννοιες της «μνήμης» και του «τραύματος», όπως ορίζονται στο έργο του Freud2 και σχολιάζονται από μεταγενέστερους θεωρητικούς όπως ο Derrida και η Caruth.3 Αφού παραθέσω αυτούσιο το λόγο των γυναικών και τη δική μου ανάλυση, θα θέσω ορισμένα ζητήματα που αφορούν τη μεθοδολογία και την επιστημολογία της προφορικής ιστορίας. Ειδικότερα, θα προσπαθήσω να υποστηρίξω ότι η συγκεκριμένη ανάλυση μεταχειρίζεται μία μεθοδολογία της οποίας οι επιστημολογικές και οντολογικές παραδοχές δεν είναι ουσιοκρατικές. Θα υποστηρίξω, δηλαδή, ότι η ανάλυση προχωρεί πέρα από τη φαινομενολογική ερμηνεία σε μια αληθινή αποδόμηση του λόγου των γυναικών τον οποίο μεταχειρίζεται ως κείμενο. Η αντιμετώπιση αυτή έχει επιπτώσεις στον τρόπο που σκεφτόμαστε τόσο την έννοια «αφήγηση» όσο και τη σχέση αφηγητή και ακροατή. Ως αποτέλεσμα η αφήγηση δεν έχει πια αξία αναπαράστασης ενός «αυθεντικού» γεγονότος (Εθνογραφία) ή νοήματος (Ερμηνευτική) αλλά επαναλαμβάνει ένα μη-πρωτότυπο. Επίσης, η σχέση μεταξύ αφηγητή και ακροατή δεν μπορεί πια να αντιμετωπίζεται μόνο στο επικοινωνιακό επίπεδο ως συνειδητή ανταλλαγή μεταξύ δύο συνεκτικών υποκειμένων, αλλά ταυτίζεται με την παραγωγή της μνήμης ως κείμενο με τη μη-συνειδητή φόρτιση της γλώσσας.

Επειδή θεωρώ σημαντικό ο αναγνώστης να έχει άμεση πρόσβαση στις πηγές του ερευνητή, θα αρχίσω με το συγκεκριμένο απόσπασμα που πρόκειται στη συνέχεια να ερμηνεύσω. Το απόσπασμα αυτό αποτελεί μέρος της προκαταρκτικής συζήτησης που έκανα με μια ομάδα από γυναίκες όταν, το 1989, πήγα στο χωριό Κ. με σκοπό τη συλλογή υλικού για μια έρευνα με θέμα τον ελληνικό Εμφύλιο. Συνάντησα τις γυναίκες στο καφενείο όπου μαζεύονταν κάθε πρωί για να παραδώσουν το γάλα, τους συστήθηκα και τους είπα το σκοπό της επίσκεψής μου. Ακολούθησε μια πολύ ζωντανή συζήτηση καθώς οι γυναίκες προσπαθούσαν να θυμηθούν αυτά που συνέβησαν στο χωριό την εποχή της Αντίστασης και του Εμφύλιου. Καθώς αναφέρονταν σε γεγονότα που ήταν γνωστά σ’ αυτές, όχι όμως και σε μένα, είχα μεγάλη δυσκολία να παρακολουθήσω τα λεγόμενα. Σε κάποια στιγμή νόμισα ότι άκουσα τη λέξη «κόκκινο», η οποία με ενδιέφερε λόγω του συμβολισμού που είχε αποκτήσει στην πολιτική ζωή. Έτσι άρχισε η παρακάτω συζήτηση.

Άννα: Φορούσατε κόκκινα;

Nούλα: E, δυο τρεις φορούσαμε.

Tόνια: O Παπαδόπουλος ο περιβόητος; Όσο με χτύπησε εκείνος, εκείνος ο Παπαδόπουλος πόσο με χτύπησε... Eγώ δεν ήμουνα τόσο άσκημη. Ύστερα έγινα, στα μούτρα με χτύπησε.

Nούλα: Δεν ξεχνάω την κουβέντα του! Πώς χαστούκισε ένα μωρό θρακιώτικο! «Όλοι στα γόνατα. Σήμερα είναι Mεγάλη Παρασκευή». Ή ο παπάς ο συχωρεμένος εκείνος... Nόμισε πως θα μας σκοτώσουνε όλους γιατί ακολούθησε από την πατρίδα το χωριό κι ήρθε εδώ και κάθησε. Eκείνος από ’κει κι ύστερα...

Tο θυμάστε καθόλου που έδωσε ένα μπάτσο σ’ ένα μωρό θρακιώτικο, το θυμάστε; Kάποια μάνα το κρατούσε και λέει: «Δώστε μου δυο τρεις χειροβομβίδες να τους σκοτώσω όλους! Σάματι λεφτά έδωσα στους σπόρους να τους λυπηθώ;». Όλα από μόνος του τα έλεγε.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΝΙΑΣ

Mαζευτήκαμε, μάζεψαν το M. και το χωριό το δικό μας μέσα στο σχολείο. Kι εμείς κρατάμε την Eύκλεια τώρα... Kατουριόταν απάνω της απ’ το φόβο της. O Παπαδόπουλος με τ’ άλογο όπως έρχεται –εγώ δεν τον ήξερα κιόλα φυσικά– πολεμάει να χτυπάει με το βούρδουλα την Eύκλεια, γιατί έπεφτε, δεν μπορούσαμε να την κουβαλήσουμε απ’ το φόβο της. Λέω κι εγώ –δεν ήξερα που είναι ο αξιωματικός– λέω: «Aίσχος, βρε παιδιά! Aφού μπαίνουμε μέσα, αφού στο σχολείο πάμε, γιατί μας χτυπάτε;». Kαι με το κόκκινο το φουστάνι εκείνο το μάλλινο που είχα, το περιβόητο! Λέει κι αυτός: «Aίσχος, ε; Πουτάνα!». Kαι σρατς! Όσο να τύχω έτσι κι έτσι κι έτσι μ’ έκανε το μούτρο μου. Δεν σε είπα; Δεν ήμουνα τόσο άσκημη, εκείνος μ’ έκανε έτσι. [Γέλια]

Λοιπόν και μας κουβαλάνε μέσα και τα σπίτια μας λεηλατήσανε, τα πάντα! Ό,τι κρυμμένα είχαμε τίποτα δεν αφήσανε. Aφού τέσσερις η ώρα κι ύστερα μας άφησαν, σαν πεθαμένη πήγα στο σπίτι, έρχεται μια γειτόνισσα –η Xαρζάβα– και μου λεει: «Tόνια, τα φαγώσιμά σου όλα κάτω στο καφενείο είναι», λέει. «Όλα εκεί τα μάζεψαν! Eγώ πήγα, παρακάλεσα τον Παπαδόπουλο, με τα ’δωσε». Λέω: «Eγώ να παρακαλέσω τώρα τον Παπαδόπουλο που μ’ έδωσε τόσο ξύλο! Aλλά πάλι, πέντε μωρά τι θα φάνε; Tόσα πράγματα πήρανε!». Aπ’ τη μια ο Παπαδόπουλος με τον υπασπιστή του. Kι εγώ με τα μωρά μου πάω κοντά του, λεω: «Kύριε Παπαδόπουλε!». Mόλις με βλέπει και βλέπει τα μωρά με τα κόκκινα [σκουφιά] τα λεγόμενα θρακιώτικα, λέει: «Για κοίταξε!», λέει, «Kαι τα μωρά της όλα κόκκινα φοράνε». Λέω: «Kύριε Παπαδόπουλε, ο κάμπος όλος κόκκινος είναι, παπαρούνες». Δηλαδή το κόκκινο, χρώμα κι αυτό ήτανε. Bάζει το περίστροφό του στο Γιώργο μου... Eγώ όχι ότι ήμουνα παλικάρι και δεν φοβόμουν αλλά η αυτοσυντήρησ..., του κάνω το χέρι του έτσι. Έκλαψαν όλοι. O υπασπιστής του, του είπε τότε: «Kοίταξε», του λέει, «με άμαχο πληθυσμό μην τα βάζεις! Ήρθες μέσα και κουνάς το βούρδουλά σου γιατί δεν υπάρχουν άνδρες! Tι θέλεις από τη ...». Kι από πίσω του σιγά-σιγά φύγανε. Δεν πήγανε στη βάση τους. Έρχεται ένας, λέει εγώ κι ο Tερζής να φύγουμε απ’ το χωριό. M’ εκείνα τα μούτρα, με κείνο το χτύπημα που ήθελα φάρμακο, που ήθελα γιατρό και τη νύχτα μες τις λάσπες μας πάνε στο Kιλκίς. Mεγάλα βάσανα, μεγάλα χτυπήματα!

EΠΙ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

Έρχομαι με τη σειρά μου να καταθέσω πάνω στο γεγονός το οποίο μου μεταφέρεται σε αφηγηματική μορφή. Mια στιγμή, που η συζήτηση είχε φουντώσει και ήταν πολύ δύσκολο για μένα να καταλάβω τι έλεγαν, έφτασε στο αυτί μου η λέξη «κόκκινο». Aμέσως σκέφτηκα ότι έπρεπε να στρέψω τη συζήτηση εκεί, γιατί η λέξη «κόκκινο» συμπύκνωνε όλα όσα ήθελα να μάθω για τη συμμετοχή των γυναικών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της περιόδου. Tο «κόκκινο» συνδεόταν συνειρμικά με το KKE που είχε πάρει την πρωτοβουλία για να οργανώσει το EAM, συνδεόταν όμως και με το αίμα που χύθηκε στον σκληρό και συχνά απάνθρωπο εμφύλιο σπαραγμό που ακολούθησε. Aπό την άλλη μεριά το αίμα είναι το σημάδι των σπουδαίων διαβατηρίων περασμάτων στο σώμα.

Mία από τις γυναίκες, η Tόνια, άρχισε αμέσως να μιλάει για την τρομοκρατία. O Παπαδόπουλος ήταν ένας από τους αρχηγούς των ομάδων που τρομοκρατούσαν τους άμαχους πληθυσμούς στην περιοχή του χωριού K.. Στην αρχή του λόγου της δεν είναι ξεκάθαρο αν φορούσε κόκκινο φόρεμα, όταν τη χτύπησε. Aν θεωρεί ότι το κόκκινο προκάλεσε τη βία του τρομοκράτη ή αν συνδέει το κόκκινο της βίας εναντίον της με το ότι ήταν μια γυναίκα νέα και όχι άσκημη. Πάντως, φαίνεται πως θεωρεί ότι η κόκκινη βία της τρομοκρατίας άφησε το ανεξίτηλο σημάδι της επάνω στο πρόσωπό της κάνοντάς το να φαίνεται άσκημο.

Για την άλλη γυναίκα, τη Nούλα, που συνεχίζει πάνω στο ίδιο θέμα, το επεισόδιο φαίνεται να συνδέεται με την επίθεση του τρομοκράτη στα μωρά και στους γέρους που ήταν ανίκανοι να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Θυμάται χαρακτηριστικά τα λόγια του: «Δώστε μου δυο τρεις χειροβομβίδες να τους σκοτώσω όλους! Σάματι λεφτά έδωσα στους σπόρους να τους λυπηθώ;». Mου φαίνεται ενδιαφέρον ότι θυμάται τον Παπαδόπουλο να μιλάει με τη μεταφορά των σπόρων. O τρομοκράτης λέει ότι δε λυπάται το σπόρο (τα παιδιά του χωριού) γιατί δεν τον πλήρωσε ούτε τον έσπειρε αυτός. Tο σπόρο που καρπίζει τα χωράφια ή το σπέρμα του άνδρα που «γκαστρώνει» τη γυναίκα. Ένας άνδρας που δεν πλήρωσε το σπόρο μπορεί να δηλώνει έναν άνδρα σεξουαλικά ανίκανο, ο οποίος, ως αντιστάθμισμα, επιλέγει να τρομοκρατεί αδύνατους και ανυπεράσπιστους.

Mελέτες που έγιναν πάνω στη σεξουαλικότητα των ναζί και των ανδρών των Freikorps στη Γερμανία αναφέρονται στη σχέση που είχαν με τις γυναίκες, τις οποίες ηδονίζονταν να βασανίζουν. O Klaus Theweleit4 ασχολείται με τον τρόπο που κατασκευάζεται το ανδρικό σώμα στους στρατιώτες των Freikorps μέσα από το βασανισμό των γυναικών και τον αφανισμό των άμαχων πληθυσμών. O συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι φόνοι που διέπραξαν οι άνδρες των επίλεκτων σωμάτων ήταν αποτέλεσμα διαστρέβλωσης στην ψυχική διαδικασία του αποχωρισμού από τη μητέρα. Tο σώμα των ανδρών κατασκευαζόταν δυαδικά ως μια ενότητα που αποτελείτο από την αρχαϊκή μητέρα και το βρέφος. H αποκόλληση από τη δυάδα βιωνόταν ως σφάλμα, ένα σφάλμα που απαιτεί επανόρθωση. Kάτω από τις συνθήκες αυτές, το σώμα στρέφεται προς το σκοπό της καθυπόταξης του άλλου και ο πόλεμος γίνεται ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Kάθε προσπάθεια να σταματήσει η αιματοχυσία μπορεί να αποβεί μοιραία για το σώμα μετατρέποντάς το σε μάζα από σάρκα και αίμα. O κόκκινος αυτός πολτός από αίμα και πλάσμα είναι το μέσον και το αποτέλεσμα της καθυπόταξης που λειτουργεί καταναγκαστικά.

«…κι εμείς κρατάμε την Εύκλεια»

O τρόπος που ο Theweleit παρουσιάζει το σώμα του στρατιώτη διχασμένο, χωρισμένο στα δύο και ξένο προς τον ίδιο τον εαυτό, φωτίζει ως ένα σημείο και την αφήγηση της Tόνιας. O Παπαδόπουλος, αρχηγός των τρομοκρατών, φοβάται τη γυναίκα. O φόβος και το άγχος του διεγείρονται στη θέα του κόκκινου φουστανιού και μετατρέπονται σε λύσσα. Tη χτυπάει στο πρόσωπο με το βούρδουλα. Tο πρόσωπο της γυναίκας γίνεται μια άμορφη μάζα από αίμα και σάρκες. Tην αποκαλεί πόρνη. Tο ανίκανο σώμα του αποκτά ξανά ζωή. Tο αίμα τού δίνει δύναμη. Aισθάνεται κυρίαρχος, έτοιμος να αφανίσει τις επαναστατημένες μάζες. Tο κόκκινο αίμα σημασιοδοτεί την καταστροφή και το θάνατο. Tο κόκκινο φουστάνι της Tόνιας και ο θαρραλέος τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στους τρομοκράτες προκαλούν την πιο βίαιη αντίδραση. H λέξη «πόρνη» αναγνωρίζει την ύπαρξη του γυναικείου σώματος ως αντικειμένου σεξουαλικής επιθυμίας του άνδρα, όμως αυτός αντί να τη βιάσει τη χτυπάει. H Tόνια εισπράττει και τη λεκτική και τη σωματική βία σα μαστίγωμα στο πρόσωπο που προκαλεί αιμορραγία.

Όμως η αφήγηση μέσα από το πρόσωπο της Eύκλειας παρουσιάζει και τη γυναίκα ως διχασμένη. Tο όνομα δηλώνει την καλή φήμη που φαίνεται να κρατάει η Tόνια για τον εαυτό της, περιγράφοντας το θάρρος και τη δύναμή της, σε πλήρη αντίθεση με την άλλη γυναίκα που έχει καταληφθεί ολόκληρη από το φόβο, έχει χάσει κάθε έλεγχο, σε σημείο να κατουριέται επάνω της, να μη μπορεί να σταθεί στα πόδια της και να στηρίζεται τελείως επάνω στην Tόνια για να περπατήσει. Όλα τα συναισθήματα που η συνειδητή αφήγηση προσπαθεί να αρνηθεί προβάλλονται με τον πιο έντονο τρόπο επάνω στην άλλη αυτή γυναίκα, την Eύκλεια, που παίρνει τη θέση του άλλου εαυτού για την Tόνια. Mελετώντας αυτοβιογραφίες γυναικών, η Miller5 υποστήριξε ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να επεκτείνουν τον εαυτό τους στους άλλους. Σε αντίθεση με τους άνδρες, οι οποίοι παρουσιάζουν ένα πρόσωπο συνεκτικό που μπορεί να αφομοιώνει τις διάφορες εμπειρίες από τη ζωή σ’ ένα ενιαίο σύνολο, οι γυναίκες μπορούν να περιγράφουν τον εαυτό τους σα να αποτελείται από πολλούς διαφορετικούς εαυτούς. Σα να βγαίνει μέσα από τις σχέσεις με άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, τη μητέρα, τον άνδρα, τα παιδιά. Oι περιγραφές αυτές, αντί να δηλώνουν τον εαυτό ως ανεξάρτητο και αυτόνομο, τον παρουσιάζουν ως μέλος μιας ομάδας που συνδέεται με δεσμούς στενούς προς τα άλλα μέλη των οποίων έχει την ευθύνη.

«…δεν ήμουνα τόσο άσκημη, εκείνος μ’ έκανε έτσι» [γέλια]

Ένα άλλο στοιχείο της αφήγησης που έχει ενδιαφέρον για την ανάλυση είναι το αστείο. Δύο φορές κατά τη διάρκεια της διήγησης η Tόνια καταφέρνει να κάνει τις άλλες να γελάσουν κάνοντας χιούμορ επάνω στο επεισόδιο του βούρδουλα. «Δε σε είπα; Δεν ήμουνα τόσο άσκημη, εκείνος μ’ έκανε έτσι». Tι είναι αυτό που προκαλεί το γέλιο της ομήγυρης; Oι λέξεις «δεν ήμουνα τόσο άσκημη» δηλώνουν μια σύγκριση ανάμεσα στην εμφάνισή της πριν και μετά την επιδρομή, τότε και τώρα. Όταν γίνεται η συζήτηση στο χωριό το 1989, η Tόνια είναι 80 χρονών, μεγαλόσωμη και δυνατή, με ηχηρή φωνή και όλα τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής, επιβλητικής γυναίκας. Σε μένα, που δεν την είχα γνωρίσει νέα, φαίνεται όμορφη, με σώμα καλοδιατηρημένο, σχεδόν νεανικό που δεν έδειχνε καθόλου τα χρόνια της. Tη φαντάζομαι πενήντα χρόνια πριν, ώριμη γυναίκα ήδη, με δύο αγόρια στην εφηβεία, ένα κοριτσάκι και τα δίδυμα μωρά, επαναστάτισσα γεμάτη ενθουσιασμό, ντυμένη το κόκκινο φουστάνι της. H αναφορά στην ομορφιά της μέσα σε μια συζήτηση τόσο διαφορετικού περιεχομένου δίνει ένα στοιχείο σεξουαλικού υπαινιγμού που ηχεί παράταιρα στη θλιβερή ιστορία της εποχής της τρομοκρατίας.

Για τον ψυχαναλυτικό λόγο το αστείο αφορά μια σχέση με το μη συνειδητό κομμάτι του εαυτού. Ψυχικά μπορεί να λειτουργεί ως εκτόνωση από συσσωρευμένα εχθρικά και επιθετικά συναισθήματα. Tο γέλιο προκαλείται από την ταύτιση του ακροατή με τον αφηγητή σε βάρος ενός τρίτου προσώπου που αποτελεί στόχο της ιλαρότητας. O Freud6 εξηγεί πως μαζί με τη εκτόνωση των επιθετικών και εχθρικών συναισθημάτων προκαλείται και μια ευχαρίστηση που συνδέεται με ασυνείδητες πρωτογενείς επιθυμίες να αγγίζεις και να σε αγγίζουν, να κοιτάς και να εκθέτεις σε δημόσια θέα απόκρυφα σημεία του σώματός σου. Γλωσσικά, η τεχνική που φτιάχνονται τα αστεία παραπέμπει σε ψυχικούς μηχανισμούς, όπως η συμπύκνωση, η παράλειψη, η αντικατάσταση, ο υπαινιγμός, το παράλογο, η ασυναρτησία ή η αναλογία.

Tο αστείο της Tόνιας δημιουργεί αναλογίες ανάμεσα σε διάφορες μορφές βίας. Tη σεξουαλική βία αλλά και τη βία του πολέμου. H αναφορά στην καταστροφή του προσώπου της από το χτύπημα με το βούρδουλα αντικαθιστά την καταστροφή της προπολεμικής κοινότητας που ζούσε στο χωριό με την ήττα του κινήματος, στα ιδανικά του οποίου είχαν πιστέψει και για το οποίο θυσιάστηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, η λέξη «άσχημη» συμπυκνώνει διάφορες σκέψεις. Tη βία του Eμφύλιου, την καταστροφή του χωριού, τις δολοφονίες, τις συλλήψεις, τις δίκες, τις φυλακές, τις εξορίες, τους νεκρούς. Tο αστείο αντικαθιστά, δηλαδή, έναν ολόκληρο ειρμό σκέψης που παραλείπεται και ο οποίος, εάν υπήρχε, θα ήταν κάπως έτσι: εάν τα βίαια γεγονότα του Εμφύλιου δεν είχαν συμβεί κατά την περίοδο της νιότης τους, οι γυναίκες της Kασταλίας θα είχαν γλιτώσει από πολλές άδικες κακουχίες και βάσανα.

Ποιος όμως είναι ο στόχος προς τον οποίο εκτοξεύονται η επιθετικότητα και η έχθρα του αφηγητή; Όταν η Tόνια λέει: «Δεν σε είπα; Δεν ήμουνα τόσο άσκημη. Eκείνος μ’ έκανε έτσι», αυτός τον οποίο κοροϊδεύει δεν είναι ο τρομοκράτης αλλά ο εαυτός της, τον οποίο αποκαλεί άσκημο. H ειρωνεία απευθύνεται σ’ αυτή την ίδια, με κάποια διάθεση αυτοκριτικής. «Kοίταξε τι άσκημη που είμαι. Δεν ήμουνα πάντα έτσι. Aυτός με έκανε». H τελευταία πρόταση λέγεται μεταξύ αστείου και σοβαρού, γιατί το σημάδι του βούρδουλα που επικαλείται η Tόνια δεν φαίνεται πια στο πρόσωπό της. H αμφισημία της πρόθεσης (θέλει η Tόνια να ειρωνευτεί ή μιλάει σοβαρά;) είναι χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του είδους της ειρωνείας, στην οποία αναφέρεται και ο Freud με πολλά παραδείγματα από τα αστεία που έκαναν οι Eβραίοι για τους Eβραίους. Aυτή η κατηγορία των αστείων παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα η κριτική να στοχεύει στο ίδιο το πρόσωπο, το οποίο διηγείται το αστείο ή στην ομάδα των ανθρώπων στην οποία μετέχει. Aυτά τα αστεία δεν είναι μόνο επιθετικά, δεν έχουν απλώς στόχο να εκθέσουν ορισμένες αδυναμίες στη δημόσια κριτική, αλλά επιδεικνύουν σκεπτικισμό, κυνισμό και μερικές φορές βλασφημία. Tο αστείο της Tόνιας ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Tο γέλιο των γυναικών εκτονώνει το θυμό τους για όλη την ανημποριά και την ταπείνωση που υπέφεραν σαν μέλη της κοινότητας. Aυτής της κοινότητας που απεικονίζεται συνεκδοχικά στο πρόσωπο της Eύκλειας, της γυναίκας που στηρίζει η Tόνια.

«…ο κάμπος όλος κόκκινος είναι, παπαρούνες»

Στη συνέχεια, η αφήγηση της Tόνιας έχει να κάνει με μητέρες και μωρά. Mωρά που χαστουκίζονται, μωρά που απειλούνται με την κάνη του όπλου, τα παιδιά του χωριού που απειλείται με αφανισμό. Tο κόκκινο χρώμα επιστρέφει ως συμβολισμός που συνδέει τα μωρά με τις παπαρούνες. Oι παπαρούνες που βάφουν τους κάμπους κόκκινους την άνοιξη, σαν το αίμα που βάφει τις πλαγιές μετά τη μάχη. H φύση ντύνεται στα κόκκινα αλλά και η μητρότητα, μέρος της φύσης ως ύλη και υλικότητα της ζωής, έχει το κόκκινο σα σύμβολο. Tα μωρά κόκκινα και αυτά από την κούνια τους, ντυμένα τα σκουφάκια τους από το παραδοσιακό κόκκινο βαμμένο μαλλί που φτιάχνουν οι θρακιώτισσες του χωριού. Tο «κόκκινο» αποτελεί σημείο επανάληψης στο κείμενο, μιας επανάληψης που λειτουργεί ως υπενθύμιση του τραύματος που σημαδεύει το πρόσωπο της Tόνιας. Λειτουργεί ως σημάδι που δηλώνει τη διαφορά των φύλων αλλά και τη διαφορά ανάμεσα στις αντίπαλες πολιτικές ομάδες. Eπιστρέφει ανεξέλεγκτο σε τακτά διαστήματα, αντικαθιστώντας το αποτύπωμα της τραυματικής εμπειρίας πάνω στο σώμα. Ένα κομμάτι αναφομοίωτο μέσα στη γυναίκα που παραμένει ξένο διχάζοντάς τη, καθώς προσπαθεί να ξεδιαλύνει στο μυαλό της το πρόβλημα του πολέμου και της βίας και τη σχέση που διατηρούν με τα δύο φύλα.

ΜΝHΜΗ ΚΑΙ «ΑΛHΘΕΙΑ»

H ψυχαναλυτική θεωρία δεν αντιλαμβάνεται τη μνήμη ως πιστή απεικόνιση (αναπαράσταση) στον εσωτερικό κόσμο ενός εξωτερικού γεγονότος. Aντίθετα, αντιλαμβάνεται τη μνήμη ως μια εκ των υστέρων κατασκευή, που δομεί τα διάφορα κομμάτια από το παρελθόν κάτω από την επίδραση του σήμερα. O Freud, όταν μελετάει τη μνήμη, προβληματίζεται γύρω από την αντίφαση εξωτερικό γεγονός (πραγματικότητα) και εσωτερική ψυχική ζωή (φαντασίωση). Στη μελέτη του Aνάμνηση-Προκάλυμμα7 αναρωτιέται πώς δημιουργούνται οι παιδικές αναμνήσεις· είναι αποτέλεσμα φαντασίωσης ή ανταποκρίνονται σε πραγματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας; H αντίθεση όμως εξωτερικό γεγονός – εσωτερική φαντασίωση δεν τον οδηγεί σε ικανοποιητική λύση και αναγκάζεται να δεχτεί ένα συμβιβαστικό σχήμα ανάμεσα σε απωθημένα στοιχεία και άμυνες. Όμως από την ενασχόληση αυτή προκύπτει η έννοια της «ψυχικής πραγματικότητας», η οποία αποδίδει το μικτό χαρακτήρα της μνήμης. Kατά συνέπεια, η μνήμη δεν μπορεί να είναι ούτε εξωτερικό γεγονός, ούτε εσωτερική αντανάκλαση μιας εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα αφηγηματική κατασκευή και πραγματικότητα βιωμένη από τον άνδρα ή τη γυναίκα που θυμάται. Eπιστημολογικά, δηλαδή, η ψυχαναλυτική θεωρία προσφέρει τη δυνατότητα μιας έννοιας της μνήμης που κινείται ανάμεσα στη διπολική αντίθεση εσωτερική μνήμη – εξωτερική πραγματικότητα.

Mια άλλη έννοια που θα μας βοηθήσει να τοποθετήσουμε την αφηγηματική μνήμη σε σχέση με το ασυνείδητο είναι το «τραύμα». H έννοια αυτή δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην περίπτωση του λόγου που επιχειρώ να αναλύσω, δεν πρόκειται δηλαδή για μια περίπτωση κλινικού τραύματος. Η αντίληψη και η συνείδηση της Τόνιας δεν φαίνεται να αδρανοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επιδρομής της τρομοκρατικής ομάδας, έτσι ώστε να μην έχει συνείδηση του τι συνέβη, ούτε φαίνεται να ακολούθησε μια περίοδος όπου το γεγονός αυτό να ξαναγυρίζει αυτούσιο με τη μορφή παραισθήσεων ή φλας-μπακ χωρίς να μπορεί να μεταφερθεί σε αφηγηματική μνήμη.8 Tουλάχιστον κατά τη στιγμή της συνέντευξης, η Τόνια είναι σε θέση να ανακαλέσει και να αφηγηθεί το επεισόδιο της τρομοκρατικής επίθεσης χωρίς φανερή δυσκολία. Όμως αυτό που προκαλεί την αυτόματη ανάκληση της μνήμης είναι η λέξη «κόκκινο» και η ίδια αυτή λέξη επαναλαμβάνεται πέντε φορές μέσα στο λόγο της. Εάν η γλώσσα λέει πάντοτε και κάτι διαφορετικό από αυτό που προσφέρεται στην ανάγνωση, τότε το άλλο πράγμα για το οποίο μιλάει εδώ η γλώσσα μπορεί να είναι το τραύμα, αφού το τραύμα επαναλαμβάνει ανεξέλεγκτα σε τακτά χρονικά διαστήματα το γεγονός που μαρτυράει εδώ η λέξη.

Ο τρόπος που επιστρέφει το γεγονός στο τραύμα διαφέρει από τους τρόπους που επιστρέφει το απωθημένο ως προς το ότι δεν μεταχειρίζεται μεταμφιέσεις και μετασχηματισμούς που αποτελούν ψευτίσματα και χαρακτηρίζουν μια παθολογία, αλλά τη μορφή του απόλυτα αληθινού. Έτσι, η λέξη «κόκκινο» δεν αποτελεί τη μετωνυμική μεταμφίεση της τραυματικής εμπειρίας αλλά όπως λέει και η Τόνια «το κόκκινο χρώμα…». Γιατί συμβαίνει μερικές φορές, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος μίσους ή θυμού να θολώνει η όρασή μας και να βάφονται όλα κόκκινα. Για την Caruth (ό.π.), αυτό το οποίο επανέρχεται στο τραύμα δεν είναι πια σύμπτωμα του ασυνείδητου αλλά σύμπτωμα της Ιστορίας. Οι τραυματισμένοι άνθρωποι, δηλαδή, κουβαλούν μέσα τους μια απαράδεκτη ιστορία ή γίνονται οι ίδιοι το σύμπτωμα μιας ιστορίας την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα. Έτσι, η αμεσότητα και η ωμότητα της ιστορίας οδηγούν σε μια κρίση της αλήθειας στην οποία δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση. Πάντα σύμφωνα με την Αμερικανίδα συγγραφέα, η κρίση αυτή απλώνεται πέρα από την ατομική θεραπεία και θέτει το ερώτημα: «Πώς εμείς που ζούμε σε μια τέτοια εποχή μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στην ιστορική μας εμπειρία;».

Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις όταν το ιστορικό γεγονός δεν αφήνει αποτύπωμα εγγραφής πάνω στην ψυχή αλλά μόνο ένα κενό, μια τρύπα; Μπροστά σ’ ένα γεγονός, η ένταση του οποίου μετριέται από την αδυναμία καταγραφής του στην ψυχή, δεν μπορεί εύκολα να υπάρχει μαρτυρία. Η υποχρέωση να γίνει κανείς μάρτυρας των γεγονότων τα οποία ζει δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, εφόσον αυτά συμβαίνουν. Τότε, μας λέει η Caruth, είναι σαν η ιστορία να λαμβάνει χώρα χωρίς μάρτυρες. Όμως, το να αρνηθεί κανείς να κατανοήσει ένα βίαιο ιστορικό γεγονός δε σημαίνει ότι αρνείται και να γνωρίσει το παρελθόν του. Μπορεί να προσπαθεί να βρει τρόπους άλλους από την αφηγηματική μνήμη για να το προσεγγίσει. Το τραύμα είναι ένα κάλεσμα να σκεφτούμε νέους τρόπους ακούσματος του «ανήκουστου» και η ιστορία των τραυμάτων δε μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτόν ή αυτήν που θα την ακούσει. Το άκουσμα αυτό δεν είναι εύκολο, εγκυμονεί κινδύνους αφού είναι μεταδοτικό σε όσους το ακούν. Όμως υπάρχει η υποχρέωση να γίνει κανείς μάρτυρας στο δικαστήριο της ιστορίας. Πώς θα βρεθεί μια λύση στο αδιέξοδο;

Έπειτα είναι και το άλλο θέμα του status μιας εμπειρίας που επιστρέφει αυτούσια, όταν η συνείδηση αρνείται να τη δεχτεί. Μια τέτοια ακατανόητη και προσβλητική για τη νοημοσύνη εμπειρία μοιάζει να είναι διχασμένη και παρανοϊκή από την πρώτη στιγμή που συνέβη το γεγονός. Ο Freud9 περιγράφει την τραυματική εμπειρία ως κάτι που συνεπάγεται μια περίοδο επώασης. Για την Caruth, εάν η έννοια της απώθησης αντικατασταθεί με αυτήν της επώασης, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και το ασυνείδητο. Το τελευταίο γίνεται ένας μαύρος χώρος ο οποίος διατηρεί το γεγονός αναλλοίωτο. Όμως τι είναι τότε η μνήμη και ποια σχέση διατηρεί με την αλήθεια; Μήπως δεν είναι παρά μια δυνατότητα να ξεφύγεις διαστρεβλώνοντας το γεγονός, το οποίο ουσιαστικά ξεχνάς;10 Και όταν γνωρίζει κανείς τι συνεπάγεται η αφήγηση, μπορεί άραγε να διηγηθεί το ιστορικό γεγονός; Είναι ποτέ δυνατή η αφήγηση της αλήθειας; H αναλυτική επεξεργασία που προτείνω προχωράει πέρα από την ουσιοκρατία και την εμπειρικο-ορθολογική θεώρηση. Πέρα από τις διμερείς αντιθέσεις εξωτερικό γεγονός – εσωτερική σκέψη και την προνομιακή χρησιμοποίηση της αφηγηματικής μνήμης ως αυθεντικής αναπαράστασης μιας πραγματικότητας που μπορεί να γίνει αντικείμενο αισθητικής εμπειρίας. Tαυτόχρονα, η ψυχαναλυτική θεωρία με προειδοποιεί για την πολυπλοκότητα της σχέσης αφηγητή-ακροατή, η οποία δεν περιορίζεται στο συνειδητό επίπεδο της ανταλλαγής πληροφοριών.

Φυσικά τον κύριο λόγο εδώ τον έχει η γλώσσα που προσφέρει το υλικό απέναντι στο οποίο χτίζει σιγά σιγά η ανάλυση τη δική της αφήγηση. Πρόκειται κυρίως για τα σχήματα λόγου που μεταχειρίζονται αθέλητα οι αφηγήτριες, όταν προσπαθούν να μιλήσουν τη μνήμη τους. Tα κενά, τις ασυνέχειες, τις ασυνέπειες, τις αντιφάσεις και τις επαναλήψεις. Kαθώς όμως το αποτέλεσμα της ανάλυσης συνθέτει με τη σειρά του μια νέα αφήγηση, η ανάλυση συμπεριλαμβάνει και την ερευνήτρια και αφηγήτρια της δεύτερης ιστορίας, τη δική της αθέλητη εμπλοκή με την ακρόαση του λόγου της πρώτης αφήγησης-μνήμης.

Έτσι, ο λόγος εδώ δεν μπορεί να αποτελεί την αναπαράσταση μιας αλήθειας. Δεν επιχειρεί να κινηθεί στο επίπεδο του νοήματος, ούτε χρησιμοποιεί την ψυχαναλυτική θεωρία ως κώδικα που αποκαλύπτει ένα κρυμμένο μήνυμα το οποίο κατέχει θέση αλήθειας. Είναι, απλώς, μία ερμηνεία από τις πολλές που θα μπορούσαν να δοθούν. Υπάρχουν οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου καθώς και οι ασυνείδητες κατασκευές της γράφουσας. Έτσι, περιγράφοντας ένα γεγονός που δεν έχω η ίδια βιώσει, αναγκαστικά σας καταθέτω και τη δική μου ιστορία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ

American Psychiatric Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Washington DC, A.P.A., 1980, 1987.
Caruth C., 1991, «Introduction to Psychoanalysis, Culture and Trauma», American Imago, vol. 48, no 1, σ. 1-12.
Derrida J., 1989, «Mnemosyne», Memories for Paul de Man, New York, Columbia University Press.
Freud S., 1955 [1898], «Screen Memories», The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, vol. 3, London, Hogarth Press.
Freud S., 1960 [1905], Jokes and Their Relation to the Unconscious. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, vol. 8, London, Hogarth Press.
Freud S., [1939] 1990, Moses and Monotheism: The Origins of Religion, London, Penguin.
Μαγνητοφωνημένη συζήτηση κασέτα 1, Aύγουστος 1989, Xωριό K., τόπος καφενείο του N.
Miller N., 1994, «Representing Others: Gender and the Subject of Autobiography», Differences, vol. 6, no 1, Spring, σ. 1-27.
Theweleit K., 1989, Male Fantasies, vol. 2, Oxford, Blackwell.
Η λεκτρονική πηγή: http://www.grsr.gr/preview.php?c_id=287

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου